Θεολογίτου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θεολογίτου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Θεολογίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεολογίτου θηλυκό
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Θεολογίτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΘεολογίτου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Θεολογίτης