Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ζαγλανικιάνικα
      γενική των Ζαγλανικιάνικων
    αιτιατική τα Ζαγλανικιάνικα
     κλητική Ζαγλανικιάνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ζαγλανικιάνικα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.ɣla.niˈca.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζα‐γλα‐νι‐κιά‐νι‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ζαγλανικιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 188 Α, 19 Αυγούστου 1954