Δείτε επίσης: εὔφορος, εύφορος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Εὔφορος οἱ Εὔφοροι
      γενική τοῦ Εὐφόρου τῶν Εὐφόρων
      δοτική τῷ Εὐφόρ τοῖς Εὐφόροις
    αιτιατική τὸν Εὔφορον τοὺς Εὐφόρους
     κλητική ! Εὔφορε Εὔφοροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐφόρω
γεν-δοτ τοῖν  Εὐφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὔφορος < εὔφορος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὔφορος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία