Εμπορέλλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Εμπορέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Εμπορέλλης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Εμπορέλλη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Εμπορέλλης
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Εμπορέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Εμπορέλλης