Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ελ Νίνιο < (λόγιο δάνειο) ισπανική El Niño (το μικρό αγόρι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /el ˈni.ɲo/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ελ Νίνιο ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ελ Νίνιο, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών