Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ο Ειρηνικός Ωκεανός.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ειρηνικός Ωκεανός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Pacific Ocean ή άλλες γλώσσες[1] < πορτογαλική mar pacífico (ειρηνική θάλασσα). → δείτε τις λέξεις ειρηνικός και ωκεανός
Η ονομασία αυτή δόθηκε από τον πορτογάλο εξερευνητή Μαγγελάνο, επειδή όταν πρωτοείδε τον ωκεανό τα κύματα ήταν ήρεμα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ειρηνικός Ωκεανός αρσενικό (και Ειρηνικός)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)