Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δρακοσπηλιώτισσα οι Δρακοσπηλιώτισσες
      γενική της Δρακοσπηλιώτισσας των Δρακοσπηλιωτισσών
    αιτιατική τη Δρακοσπηλιώτισσα τις Δρακοσπηλιώτισσες
     κλητική Δρακοσπηλιώτισσα Δρακοσπηλιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δρακοσπηλιώτισσα < Δρακοσπηλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðɾa.ko.spiˈʎo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δρα‐κο‐σπη‐λιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δρακοσπηλιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δρακοσπηλιώτης