Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δούμα
      γενική της Δούμας
    αιτιατική τη Δούμα
     κλητική Δούμα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το κτίριο της Δούμας της Μόσχας

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δούμα < ρωσική дума (dúma)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðu.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δού‐μα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δούμα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία