Διασταύρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Διασταύρωση | ||
γενική | της | Διασταύρωσης | ||
αιτιατική | τη | Διασταύρωση | ||
κλητική | Διασταύρωση | |||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Διασταύρωση < καθαρεύουσα Διασταύρωσις. → δείτε και τη λέξη διασταύρωση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.aˈsta.vɾo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δι‐α‐σταύ‐ρω‐ση
Κύριο όνομα επεξεργασία
Διασταύρωση θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Διασταύρωση