Διακοπουλιάνικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Διακοπουλιάνικα | ||
γενική | των | Διακοπουλιάνικων | ||
αιτιατική | τα | Διακοπουλιάνικα | ||
κλητική | Διακοπουλιάνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Διακοπουλιάνικα < το επώνυμο του πρώτου οικιστή Διακόπουλος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðʝa.ko.puˈʎa.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δια‐κο‐που‐λιά‐νι‐κα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Διακοπουλιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Διακοπουλιάνικα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Αθήνα: σύγγραμμα περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας (1982), Αθήνα, σελ. 133