Δείτε επίσης: δερμάτι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Δερμάτι τα Δερμάτια
      γενική του Δερματίου των Δερματίων
    αιτιατική το Δερμάτι τα Δερμάτια
     κλητική Δερμάτι Δερμάτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δερμάτι < δερμάτι[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðeɾˈma.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δερ‐μά‐τι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δερμάτι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία