Δασοχώρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δασοχώρι | τα | Δασοχώρια |
γενική | του | Δασοχωρίου | των | Δασοχωρίων |
αιτιατική | το | Δασοχώρι | τα | Δασοχώρια |
κλητική | Δασοχώρι | Δασοχώρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δασοχώρι < Δασοχώριον ((καθαρεύουσα), παλαιότερη ονομασία)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δασοχώρι ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Δασοχώρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Δασοχώρι