Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΔΣΕ < Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας

  Συντομομορφή επεξεργασία

Δ.Σ.Ε. αρσενικό αρκτικόλεξο

Δείτε επίσης επεξεργασία