ΔΕΚ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
Δ.Ε.Κ. θηλυκό ακρωνύμιο
- (αεροπορικός όρος) η διαδικασία ελέγχου και διαχείρισης της κυκλοφορίας των αεροσκαφών
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.