Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Γκριγκόριεφ < μεταγραφή για τη βουλγαρική Григориев (Grigóriev)· μορφολογικά αναλύεται σε Γκριγκόρι + -εφ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡɾiˈgo.ɾi.ef/

  Μεταγραφή επεξεργασία

Γκριγκόριεφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Γκριγκόριεβα)

Δείτε επίσης επεξεργασία


  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Γκριγκόριεφ < μεταγραφή για τη ρωσική Григорьев (Grigórʹjev)· μορφολογικά αναλύεται σε Γκριγκόρι + -εφ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡɾiˈgoɾ.ʝef/

  Μεταγραφή επεξεργασία

Γκριγκόριεφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Γκριγκόριεβα)

Δείτε επίσης επεξεργασία