Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Γιαννιτσά
      γενική των Γιαννιτσών
    αιτιατική τα Γιαννιτσά
     κλητική Γιαννιτσά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γιαννιτσά < τουρκική Yenice (με παρετυμολόγηση από τη λέξη Γιάννης) < yenice < yeni < οθωμανική τουρκική یڭی (yeñi) (νέος) < πρωτοτουρκική *yaŋï / *yeŋi (νέος)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γιαννιτσά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία