Γενεύη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γενεύη | ||
γενική | της | Γενεύης | ||
αιτιατική | τη | Γενεύη | ||
κλητική | Γενεύη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝeˈne.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐νεύ‐η
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γενεύη θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Γενεύη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γενεύη
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)