Γαστερόποδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Γαστερόποδα | ||
γενική | των | Γαστερόποδων | ||
αιτιατική | τα | Γαστερόποδα | ||
κλητική | Γαστερόποδα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γαστερόποδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική gasteropoda < αρχαία ελληνική γαστήρ + πούς
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γαστερόποδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ((σπάνιο) στον ενικό: γαστερόποδο)
- ταξινομικός όρος - ομοταξία: μία από τις πέντε ομοταξίες της συνομοταξίας των μαλακίων