Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γαργηττός οι Γαργηττοί
      γενική του Γαργηττού των Γαργηττών
    αιτιατική τον Γαργηττό τους Γαργηττούς
     κλητική Γαργηττέ Γαργηττοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γαργηττός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Γαργηττός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣaɾ.ʝiˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γαρ‐γητ‐τός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γαργηττός αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) όνομα μυθικού ήρωα της αρχαιότητας
  2. δήμος της αρχαίας Αθήνας
  3. συνοικία του Γέρακα στην Αθήνα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Γαργηττός
      γενική τοῦ Γαργηττοῦ
      δοτική τῷ Γαργηττ
    αιτιατική τὸν Γαργηττόν
     κλητική ! Γαργηττέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γαργηττός < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γαργηττός αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ανδρικό όνομα επώνυμου ήρωα
  2. δήμος των Αθηνών

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία