Γαδειρεύς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Γαδειρεύς | οἱ | Γαδειρεῖς | ||||
γενική | τοῦ | Γαδειρέως | τῶν | Γαδειρέων | ||||
δοτική | τῷ | Γαδειρεῖ | τοῖς | Γαδειρεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Γαδειρέᾱ | τοὺς | Γαδειρέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Γαδειρεῦ | Γαδειρεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Γαδειρεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Γαδειρέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Γαδειρεύς αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος των Γαδείρων
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Γάδειρα
Πηγές επεξεργασία
- Γαδειρεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.