Γαβαλά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γαβαλά < γενική ενικού του αρσενικού Γαβαλάς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣa.vaˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γα‐βα‐λά
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γαβαλά θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Γαβαλά αρσενικό