Βούθουλας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βούθουλας | οι | Βούθουλες |
γενική | του | Βούθουλα | των | Βουθούλων |
αιτιατική | τον | Βούθουλα | τους | Βούθουλες |
κλητική | Βούθουλα | Βούθουλες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βούθουλας < βούθουλας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvu.θu.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βού‐θου‐λας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βούθουλας αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βούθουλας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Άπαντα, τόμ. 3 (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 1963), σελ. 242