↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βουλπιώτισσα οι Βουλπιώτισσες
      γενική της Βουλπιώτισσας των Βουλπιωτισσών
    αιτιατική τη Βουλπιώτισσα τις Βουλπιώτισσες
     κλητική Βουλπιώτισσα Βουλπιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βουλπιώτισσα < Βουλπιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vulˈpço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βουλ‐πιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βουλπιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βουλπιώτης