Δείτε επίσης: βολιβιανή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βολιβιανή οι Βολιβιανές
      γενική της Βολιβιανής των Βολιβιανών
    αιτιατική τη Βολιβιανή τις Βολιβιανές
     κλητική Βολιβιανή Βολιβιανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βολιβιανή < Βολιβιαν(ός) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vo.li.vi.aˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βο‐λι‐βι‐α‐νή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βολιβιανή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βολιβιανός