Βελούχοβο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βελούχοβο | ||
γενική | του | Βελούχοβου | ||
αιτιατική | το | Βελούχοβο | ||
κλητική | Βελούχοβο | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βελούχοβο < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /veˈlu.xo.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐λού‐χο‐βο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βελούχοβο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) χωριό της Φωκίδας, πρώην ονομασία του Καλλίου[1]
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ΦΕΚ Β 72, 1916