Δείτε επίσης: βελγίδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βελγίδα οι Βελγίδες
      γενική της Βελγίδας των Βελγίδων
    αιτιατική τη Βελγίδα τις Βελγίδες
     κλητική Βελγίδα Βελγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βελγίδα < Βέλγ(ος) + -ίδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /velˈʝi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βελ‐γί‐δα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βελγίδα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βέλγος