Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Βαλαριό τα Βαλαριά
      γενική του Βαλαριού των Βαλαριών
    αιτιατική το Βαλαριό τα Βαλαριά
     κλητική Βαλαριό Βαλαριά
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαλαριό < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.laɾˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐λα‐ριό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαλαριό ουδέτερο

  • χωριό της Τροιζηνίας, πρώην ονομασία της Μεταμόρφωσης[1]
    ※  Οι κάτοικοι του δυτικού τμήματος της γεωγραφικής αυτής περιοχής, απόλυτα εξαρτημένοι από την πεδιάδα και γι' αυτό εκτεθειμένοι στην επιχωριάζουσα ελονοσία, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα κατανέμονταν στις ακόλουθες πληθυσμιακές συναθροίσεις: στον Δαμαλά, στην Κοκκινιά, στο Βίδι, στον Πασά, στα Μαζώματα, στη Δάρα και στο Βαλαριό.
    Ευάγγελος Τόλης, Δημογραφικές όψεις του Πόρου (19ος αιώνας), διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, 2012

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 188Α, 19 Αυγούστου 1954