Βάνδαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βάνδαλος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βάνδαλος αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιστορία) μέλος του έθνους των Βανδάλων
- (μεταφορικά) αυτός που καταστρέφει, ιδίως έργα τέχνης
- μπήκαν μέσα και κατέστρεψαν τα πάντα, σαν Βάνδαλοι