Βάλτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βάλτος | οι | Βάλτοι |
γενική | του | Βάλτου | των | Βάλτων |
αιτιατική | τον | Βάλτο | τους | Βάλτους |
κλητική | Βάλτε | Βάλτοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βάλτος < βάλτος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈval.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βάλ‐τος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βάλτος αρσενικό