Βάβουλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βάβουλα < γενική ενικού του αρσενικού Βάβουλας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈva.vu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βά‐βου‐λα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βάβουλα θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Βάβουλα αρσενικό