Αύρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αύρα | οι | Αύρες |
γενική | της | Αύρας | των | Αυρών |
αιτιατική | την | Αύρα | τις | Αύρες |
κλητική | Αύρα | Αύρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αύρα < αύρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.vɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αύ‐ρα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αύρα θηλυκό