Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αυστραλασία
      γενική της Αυστραλασίας
    αιτιατική την Αυστραλασία
     κλητική Αυστραλασία
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αυστραλασία < αγγλική Australasia[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /af.stɾa.laˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυ‐στρα‐λα‐σί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

 
Χάρτης που παρουσιάζει τις χώρες της Αυστραλασίας

Αυστραλασία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)