Αστουριανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αστουριανός < Αστούρι(α) + -ανός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.stu.ɾi.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐στου‐ρι‐α‐νός
Ουσιαστικό επεξεργασία
Αστουριανός αρσενικό (θηλυκό Αστουριανή)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από την Αστούρια
Συγγενικά επεξεργασία
- αστουριανός
- → και δείτε τη λέξη Αστούρια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αστουριανός
|
Πηγές επεξεργασία
- Αστουριανός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας