Ασπροθαλασσίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ασπροθαλασσίτισσα < Ασπροθαλασσίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ασπροθαλασσίτισσα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ασπροθαλασσίτισσα
|
Δείτε επίσης : ασπροθαλασσίτισσα |
Ασπροθαλασσίτισσα θηλυκό
|