Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αρκτίδης οι Αρκτίδες
      γενική του Αρκτίδη των Αρκτιδών
    αιτιατική τον Αρκτίδη τους Αρκτίδες
     κλητική Αρκτίδη Αρκτίδες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αρκτίδες < (καθαρεύουσα) Ἀρκτίδαι, άρκτος + -ίδης στον πληθυντικό -ίδαι > -ίδες

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αρκτίδες αρσενικό στον πληθυντικό

  1. (αστρονομία) βροχή διαττόντων (μετεώρων) που εμφανίζεται από τις 17 έως και τις 25 Δεκεμβρίου περίπου και προκαλούνται από τον κομήτη 8P/Tuttle, ενώ το ακτινοβόλο σημείο τους βρίσκεται κοντά στον αστέρα βʹ της Μικρής Άρκτου
  2. (θηλαστικό ζώο) ταξινομικός όροςοικογένεια:  σαρκοφάγων θηλαστικών, όπως οι αρκούδες και άλλα συγγενικά τους γένη
    Ursidae στο species.wikimedia.org  

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία