Αράπκουλε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αράπκουλε < γενική ενικού του αρσενικού Αράπκουλες
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αράπκουλε θηλυκό, άκλιτο
- (σπάνιο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αράπκουλες
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Αράπκουλε αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αράπκουλες