Αποικέλλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αποικέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Αποικέλλης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑποικέλλη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αποικέλλης
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑποικέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αποικέλλης