Αμερικανοεβραίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αμερικανοεβραίος < αμερικανο- + Εβραίος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.no.eˈvɾe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐με‐ρι‐κα‐νο‐ε‐βραί‐ος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αμερικανοεβραίος αρσενικό (θηλυκό Αμερικανοεβραία)
- (εθνικό όνομα) Αμερικανός εβραϊκής καταγωγής