Ακταίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ακταίο | τα | Ακταία |
γενική | του | Ακταίου | των | Ακταίων |
αιτιατική | το | Ακταίο | τα | Ακταία |
κλητική | Ακταίο | Ακταία | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ακταίο < αρχαία ελληνική ἀκταῖος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈkte.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐κταί‐ο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ακταίο ουδέτερο