Ακαμάτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Ακαμάτη < γενική ενικού του αρσενικού Ακαμάτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ακαμάτη θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Ακαμάτη < κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Ακαμάτη αρσενικό