Δείτε επίσης: αγριοβότανο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Αγριοβότανο τα Αγριοβότανα
      γενική του Αγριοβότανου των Αγριοβότανων
    αιτιατική το Αγριοβότανο τα Αγριοβότανα
     κλητική Αγριοβότανο Αγριοβότανα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αγριοβότανο < καθαρεύουσα Ἀγριοβότανον. → δείτε και τη λέξη αγριοβότανο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈvo.ta.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐γρι‐ο‐βό‐τα‐νο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αγριοβότανο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία