Αγκόπ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αγκόπ < άμεσο δάνειο από την αρμενική Հակոբ (Hakob)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αγκόπ αρσενικό, άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε και Χακομπιάν
Αγκόπ αρσενικό, άκλιτο