Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αβετίκ < μεταγραφή για την αρμενική Ավետիք (Avetik')

  Μεταγραφή επεξεργασία

Αβετίκ αρσενικό, άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία