Όμηρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Όμηρος | οι | Όμηροι |
γενική | του | Όμηρου & Ομήρου |
των | Όμηρων & Ομήρων |
αιτιατική | τον | Όμηρο | τους | Όμηρους & Ομήρους |
κλητική | Όμηρε | Όμηροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Όμηρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ὅμηρος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Όμηρος αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Όμηρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Όμηρος