Όη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Όη | ||
γενική | της | Όης | ||
αιτιατική | την | Όη | ||
κλητική | Όη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Όη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ὄη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈo.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ό‐η
Κύριο όνομα επεξεργασία
Όη θηλυκό, μόνο στον ενικό