ŭato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ŭato < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŭato | ŭatoj |
αιτιατική | ŭaton | ŭatojn |
ŭato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŭato | ŭatoj |
αιτιατική | ŭaton | ŭatojn |
ŭato (eo)