ŝiprompiĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝiprompiĝo | ŝiprompiĝoj |
αιτιατική | ŝiprompiĝon | ŝiprompiĝojn |
ŝiprompiĝo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- shiprompigho στο H-sistemo
- sxiprompigxo στο X-sistemo