ĉesigo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉesigo | ĉesigoj |
αιτιατική | ĉesigon | ĉesigojn |
ĉesigo (eo)
- η παύση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉesigo | ĉesigoj |
αιτιατική | ĉesigon | ĉesigojn |
ĉesigo (eo)