éventé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éventé | éventés |
θηλυκό | éventée | éventées |
Επίθετο επεξεργασία
éventé (fr)
- εκτεθειμένος στον άνεμο
- αλλοιωμένος κατόπιν της έκθεσής του στον αέρα
- φανερωμένος, γνωστοποιημένος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη éventer