épouseur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
< espouseor < épouser
Ουσιαστικό επεξεργασία
épouseur (fr) αρσενικό (πληθυντικός: épouseurs)
- (παλιό ή λογοτεχνικό) αυτός που θέλει να παντρευτεί
< espouseor < épouser
épouseur (fr) αρσενικό (πληθυντικός: épouseurs)